- κτηματόγραφο
- το(νομ.), επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται η κυριότητα, η υποθήκευση κτλ. σε ακίνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κτηματόγραφο — το επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται σε κάποιον η κυριότητα ενός ακινήτου ή εγγράφεται υποθήκη σε κάποιο κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. χειρό γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. κτηματόγραφον, μαρτυρείται από το 1876… … Dictionary of Greek